Μάλτα
από Σωτήρης Νιάρχος

Κατηγοριες

  • Κείμενα

0

Ως επί το πλείστον, αγωνία. Για τώρα, για μετά, και για πριν. Πώς το πριν οδήγησε στο εδώ. Κι αν το μετά θα το σώσει.

Ενδόμυχα, σιωπή. Κυριεύει το τοπίο που μεγαλώνει. Στην αρχή, λούμπεν. Μετά, Αραβικό. Ύστερα, Ερωπαϊκό. Ξανά Αραβικό. Ελληνική επαρχεία. Χαμηλά στάχυα εκατέρωθεν και κατά μήκος της εθνικής οδού. Ξερά δέντρα. Αντηλιά. Τι παράξενο μέρος.

Φόβοι για το μέλλον, και μόνο. Ενώ μπροστά τους, ένα παρόν τόσο δυσεύρετο. Όχι γιατί είναι ένα αεροπλάνο μακρυά. Αλλά γιατί είναι οι τρεις τους, με τις αποσκευές τους, μόνοι, ανάμεσα στον ήλιο, στην άμμο, στη ζέστη, στα κάστρα. Όλο το παρόν, στα πόδια τους. Σκαρφάλωσαν τον στάχυνο λόφο, στο πλάι της εθνικής. Να, η πύλη! Ορθώνεται μπροστά. Εκεί στο βάθος. Βάλε το χέρι σου να κρύψεις τον ήλιο, να, έτσι. Αυτή δεν είναι η Βαλέττα; Όχι; Μα πώς όχι; Λίγο ακόμα… Λάθος πύλη.

Κι έτσι τέθηκαν τα θεμέλια του δράματος.

1

Ακόμα αγωνία. Κι επιβίωση. Δεν είναι εύκολο να είναι το παρόν απλωμένο μπροστά σου. Κουράγιο. Θα βρούμε τη λύση.

Τα βράδια, πείνα. Όχι γιατί δεν υπήρχε φαγητό αλλά, μεταξύ μας, ποιό το νόημα;

Τα βράδια, σιωπή. Όλοι, μα ο καθένας μόνος του, νοσταλγούν το σπίτι. Και κάπως έτσι, έπαψαν να διακρίνουν το παρελθόν απ’ το μέλλον. Γίναν και τα δύο σπίτι. Ένα σπίτι του τρόμου. Κι έμεινε μόνο το παρόν για να πιαστούνε. Καλωσήρθατε στη Μάλτα.

Κι έτσι έπεσε η αυλαία της πρώτης πράξης του δράματος.

2

Τα πρώτα βήματα. Συνομιλία, και πάντα κρυμμένη η αγωνία. Πάρτυ, μουσική, χορός, νέοι άνθρωποι. Βραδινές παραλίες με μπύρες και συντροφιά. Πάλι σπίτι. Ακόμα κι εδώ, ψάχνουμε ένα σπίτι.

Ως εκ θαύματος, ανεβαίνει στη σκηνή η πρωταγωνίστρια του δράματος. Με μια της κίνηση, έλυσε τη σιωπή και την αγωνία. Διαδρομές, λεωφορεία, περίπατοι, όλα μαεστρικά σκηνοθετημένα από εκείνη πλέον. Ανακούφιση.

Κι έτσι κύλησε, μαζί με λίγα μουσεία και πολεμικές ιστορίες, η δεύτερη πράξη του δράματος.

3

Η αγωνία κορυφώνεται, αγαπητό κοινό, με φόντο ένα αεροδρόμιο χωρίς το ζητούμενο αεροπλάνο. Οι πρωταγωνιστές μας έχουν πολλές ώρες, σαν κατά παραγγελία, να αναστοχαστούν τις διαδρομές τους. Όχι τόσο αυτές που έκαναν, όσο αυτές που θα κάνουν. Και ένα ολόκληρο νησί, μια ολόκληρη χώρα, βρέθηκε στα πόδια τους για να τους αφήσει να ξεχαστούν, και βίαια να ξαναθυμηθούν.

Όλοι ακροβατούσαν στο παρόν. Η σκέψη τους, όμως, πέρναγε πάνω από τα λιγοστά σύννεφα της ηλιόλουστης Μάλτας, κι έφτανε μακριά, ως το μέλλον. Οι ώρες περνούσαν, με κακό καφέ, σάντουιτς και κάρτες.

Σκέψη. Και των τριών η σκέψη, ήταν η σκέψη. Για ένα μέλλον που δεν ήλεγχαν, που ακόμα δεν ελέγχουν. Για ένα μέλλον που, τόσους μήνες μετά, έγινε παρελθόν χωρίς καν να το καταλάβουν.

Κι όλα αυτά, ενώ η Μάλτα έφευγε μακριά απ’ τα πόδια τους, τα πετρόχτιστα σπίτια της, οι σπηλιές και τα κάστρα της χάνονταν κάπου μακριά, βαθιά κάτω τους, βαθιά μέσα στις σκέψεις τους. Σε όσο χώρο μπόρεσαν, τουλάχιστον, να βρουν. Η Μάλτα πάντα θα τους θυμάται.

4

Μην περιμένετε για συνέχεια. Ακόμα γράφεται, και δεν νομίζω να τελειώσει στο άμεσο μέλλον…