Transistor ή Πλατεία Εξαρχείων
από Σωτήρης Νιάρχος

Κατηγοριες

  • Κείμενα

Τσικι τσικι τσικ τσικ 01101100 01101111 01101111 01110000 Ναυτία. Ένας πυκνωτής είναι κι αυτός, πόσο ν’ αντέξει;

Πέρασε από μπροστά, σαν ρήγμα. Αυτό είναι το απόσταγμα της συμβολής της πλατείας Εξαρχείων στη ζωή της Αθήνας: Ποια η ανάγκη να ενδιαφέρεσαι για αισθητική, όταν υπάρχει ένα μέρος που αναγάγει την μη-αισθητική σε αισθητική; Μία έγνοια λιγότερη. Και σκας τον μπάφο σου σαν να μην τρέχει τίποτα. Μες στα εξίσου αισθησιακά σκατά.

Όταν τρέχει μπροστά σου, ιδρώνεις εσύ. Κι ας μην πιστεύεις πως σε νοιάζει, ή πως κάτι μοιράζεστε. Αυτό σκεφτόταν, και η καρδιά του χτυπούσε πιο αργά. Και πιο αργά, και πιο αργά. Μέχρι που ήταν νεκρός. Και τότε ησύχασε και πάλι. Κι αυτό, σκέφτηκε, πολύ αισθησιακό.

Στη νέα γενιά. Στη γενιά της πλατείας Εξαρχείων. Και τα πολιτικά οράματα ακόμη, αντιαισθητικά. Η πιο ακαλλιέργητη αισθητική. Σαν το ακατέργαστο διαμάντι. Όλα κομπλέ λοιπόν.

Τσικι τσικι τσικ τσικ 01110100 01101000 01100101 01101110 Κουραστικό. Εμμένω λοιπόν. Κι ό,τι θέλει, ας γίνει.

Στην άκρη της σκέψης μας, καραδοκεί το εκκωφαντικό “κάνε”. Αντιαισθητικά. Δεν έχει περάσει μια βόλτα απ’ την πλατεία, μάλλον. Κάτι πιο απλό;

Τσικι τσικι τσικ τσικ 01100101 01101100 01110011 01100101 Ο πυκνωτής μου έχει αρχίσει να κουράζεται κι αυτός. Είσαι το ρεύμα. Γίνε το ρεύμα. Συν πλην συν πλην. Ναυτία, πάλι.

Στην άκρη της σκέψης μας, καραδοκεί το ύπουλο “γίνε”. Κάνεις τίποτα απόψε; Ξέρω μια υπέροχη πλατεία.

Ζήσε αυτό που πιστεύεις πως δεν ζείται. Όχι, δεν είμαι ανορθόγραφος, καλέ μου. Είμαι ο δαμαστής της γλώσσας, ο θαυματοποιός του κάλλους των φθόγγων. Κάτι είναι κι αυτό. Μόνο που κι αυτό το κάλλος, αλκοολικό όπως είναι, περνάει που και που για μια φθηνή μπύρα απ’ την πλατεία.

Αχ, αυτή η πλατεία. Η πηγή των συνειρμών μας, κι η κατάληξη. Βρωμάει εμετό και χόρτο. Ποια επανάσταση ξέρει να στρεβλώνει έτσι τις διαστάσεις του κάλλους; Ποια επανάσταση έχει ξαναγεννήσει τόσο αυθόρμητα ένα καινούργιο αφήγημα; Ένα αφήγημα που παρηγορεί τους άπιστους, κι όχι τους πιστούς; Καμία διαφυγή. Λιβάδια ανθόσπαρτα από εμετούς.

Τσικι τσικι τσικ τσικ 01110010 01100101 01110100 01110101 01110010 01101110 00100000 00110001 Τα πάντα καίγονται. Ο πυκνωτής κατέρρευσε. Η ύλη διασπάστηκε. Που θα στέλνω τώρα εγώ τα σήματά μου; Απορροφήθηκαν τα πάντα απ’ το πυρίτιο. Κι η τάση μου; Τι θα κάνω με την τάση μου; Το ρεύμα μου; Ρεύματα και τάσεις, ρεύματα και τάσεις… Κι εγώ να μην έχω έναν πυκνωτή να φορτίσω. Μην σου τύχει. Ας ηρεμήσουμε. Κάποια στιγμή, σίγουρα θα έρθει η φιγούρα που περιμένουμε, γεμάτη όμορφες καμπύλες, γλυκά μάτια, και πολλούς πολλούς πυκνωτές. Μα πού θα την βρούμε; Δεν χρειάζεται να την βρούμε εμείς, καλέ. Θα έρθει αυτή σ’ εμάς! Να μην κάνουμε κι εμείς τίποτα όμως;

Κάνεις τίποτα απόψε; Ξέρω μια υπέροχη πλατεία.