Χάυντ

Βόλος, Αύγουστος 2020

από Σωτήρης Νιάρχος

Κατηγοριες

  • Κείμενα

Ό,τι ψυχωτικό κι ό,τι ερωτικό, βράζουν στο ίδιο τσουκάλι. Στο ίδιο κρανίο. Και γνωρίζονται όλο και καλύτερα. Κι όλο αρρωσταίνω. Κι είναι κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, κάθε γαμημένο βράδυ, που τρέχω να κοιμηθώ πριν βγει το φεγγάρι. Σαν λυκάνθρωπος. Γιατί αν με προλάβει, αν η νύχτα ξεγυμνώσει τον κόσμο, τους δρόμους, τις τσιμεντένιες θάλασσες που βλέπω απ’ το μπαλκόνι μου σαν ναυαγός που έχει γραπωθεί απ’ ένα κομμάτι δέρμα μες στον κατακλυσμό ίσα για να μην πνιγεί, και η ώρα περάσει τις δύο, δυόμιση, δεν βρίσκομαι μόνο Γυμνός. Αλλά και Διττός.

Νιώθω έναν Χάιντ να με κοιτάει.

Και πριν καλά καλά το καταλάβω, είμαι απέναντί μου εγώ, ο εκλεκτικός και εκκεντρικός κος Τζέκυλ που παρατηρεί με μίσος και με τρόμο το τέρας που η σάρκα και το πνεύμα του γέννησε.

Και ταυτόχρονα σκέφτομαι ότι αυτός ο Δόκτωρας απένταντί μου σαν πολύ με παρατηρεί. Κι αν του ξέσκιζα τα μάτια; Κι αν του ξερίζωνα τ’ αχαμνά και τα έτρωγα μπροστά του, και μάλιστα με απόλαυση; Τι θα έλεγε τότε;

Και ταυτόχρονα σκέφτομαι ότι είναι τόσο βίαιο αυτό το τέρας απέναντί μου και πρέπει να το προσέχω. Δεν μπορώ να το ελέγξω. Δεν μπορώ να το νιώσω. Ξεπηδάει από μέσα μου σαν το αίμα από μια κομμένη καρωτίδα κάθε φορά που οι καταστάσεις, αυτές οι μαλακισμένες μέγαιρες, αυτά τα κωλόπαιδα, το προκαλούν. Και μ’ αφήνει εξίσου νεκρό.

Και ταυτόχρονα σκέφτομαι ότι ανήκω σε αυτόν τον τύπο απέναντι, σ’ αυτόν τον Δόκτωρα. Σε αυτόν τον Πνευματικό άνθρωπο. Σε αυτόν τον Καλλιτέχνη. Πως γίνεται εγώ να βγήκα μέσα από τα σπλάχνα του τόσο άξεστος και αγροίκος; Τόσο διψασμένος για πόνο και δυστυχία;

Και ταυτόχρονα σκέφτομαι ότι αυτός απέναντι, αυτό το κτήνος, μου μοιάζει. Ενώ δεν θα ‘πρεπε. Εκφράζει την τοσοδούλικη ψυχή μου. Την τιποτένια. Την υπανάπτυκτη. Τι έλεγαν κάτι στίχοι; “Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας/ τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις/ αν δεν τους”…αν δεν τους…τι; Τι γαμώτο; “Αν η ψυχή σου δεν”…δεν…δεν τι; Θέλω τόσο πολύ να θυμηθώ. Να καταλάβω. Μόνο θυμήθηκα κάτι άλλο. Άλλους στίχους. “Οι σκιές μας στέκονται ψηλότερες απ’ τις ψυχές μας”…

Και ταυτόχρονα σκέφτομαι ότι τον λυπάμαι τον καημένο τον Δόκτωρα. Τον λυπάμαι που είναι αναγκασμένος να ζει με εμένα να κυλάω στο αίμα του. Κι αφού δεν μπορώ να τον αφήσω, μπορώ να τον σκοτώσω. Να τον ηρεμήσω. Να τον διαλύσω. Να τον διαβρώσω. Από μέσα. να ζήσω εγώ μετά με τη σάρκα του. Θα είναι απλά σαν να φοράω ένα στενό ολόσωμο δερμάτινο μαγιό ας πούμε. Θα με στενεύει λίγο, αλλά μετά θα το συνηθίσω.

“Μη. Μη το κάνεις. Σε ικετεύω.”

“Πως μ’ άκουσες; Γιατί;”

“Το ίδιο κεφάλι μοιραζόμαστε. Γιατί…γιατί είναι κάτι που δεν στο έχω πει.”

“Σε κάνει ευτυχισμένο, Δόκτωρα;”

“Ναι.”

“Τότε μη μου το πεις.”

“Θα στο πω. Είναι δυο μάτια. Γυναικεία.”

“Μαλάκα! Σου είπα να μην πεις λέξη! Γιατί έπρεπε να το ξέρω αυτό; Γιατί να κατακτήσω ολόκληρη τη ζωή σου; Δε θες να είσαι ευτυχισμένος γαμώτο;”

“Θέλω. Νομίζω. Αλλά θέλω και κάτι άλλο.”

“Θες να σε σκοτώσω; Να σε διαβρώσω αργά από μέσα; Ούτε που θα το καταλάβεις. Ξαφνικά θα είσαι εγώ και θα είμαστε ένας υπέροχος τύπος. Θα σιχαινόμαστε τους άλλους, ιδιαίτερα τη γενιά μας, αυτούς τους παραλίγο ομοίους μας, θα πονάμε όταν οι άλλοι αποδεικνύονται καλύτεροι από μας, κι άλλα πολλά. Είναι ευκαιρία!”

“Όχι. Προς Θεού. Όχι.”

“Όχι. Πάντα όχι. Τότε τι θες;”

“Βοήθεια.”

Και κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, κάθε γαμημένο βράδυ, η συζήτηση μένει εκεί. Κι εμείς ακίνητοι να κοιταζόμαστε. Κι εγώ ακίνητος να κοιταζόμαστε. Το ίδιο κάθε βράδυ. Μέχρι να έρθει η αυγή και να μας μεταμορφώσει σ’ ένα κουρδιστό πορτοκάλι. Και φτου κι απ’ την αρχή. Μέχρι την επόμενη δύση. Μέχρις όταν αρχίσουν ν’ ακούγονται στον δροσερό, βραδινό αέρα, σα βάλσαμο, απαλά κάθε σούρουπο, λίγοι στίχοι σε ελεύθερη απαγγελία. Λίγοι στίχοι που δείχνουν τον δρόμο. Τον μόνο δρόμο.

IV

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.